- αποστασιοποιώ
- αποστασιοποίησα, αποστασιοποιήθηκα, αποστασιοποιημένος, θέτω ή διατηρώ μια απόσταση από κάποιον ή κάτι, βλέπω κάποιον ή κάτι χωρίς αυταπάτες, στις πραγματικές του διαστάσεις: Ο υπουργός αποστασιοποιήθηκε μην παίρνοντας μέρος στη συνεδρίαση. Ουσ. αποστασιοποίηση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.